Δημοσιεύτηκε: 22 Ιούλ 2011, 01:31
Το παρόν γράφεται για θυμηθούμε πως ήταν οι πρώτες μέρες στο linux και για να γελάσουμε με τις γκάφες μας.
Ξεκινάω λοιπόν εγώ και όποιος θέλει ας συνεισφέρει...
Η πρώτη μου επαφή με υπολογιστές ήταν με ένα πρόγραμμα γραμμένο για dos, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός τουριστικού γραφείου.
Θυμάμαι ότι κάπου είχα γραμμένες τις εντολές για την εκκίνηση και τον τερματισμό της εφαρμογής, καθώς και κάποιες άλλες, απαραίτητες για τη χρήση του υπολογιστή. Μιλάμε για μια εποχή με πράσινο monitor και άσπρα γράμματα, τεράστιες μαλακές δισκέτες και άλλα γραφικά πράγματα.
Στη συνέχεια για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσα windows, ήδη από την εποχή των 3.11, περνώντας διαδοχικά από τις διάφορες εκδόσεις τους.
Δε θα έλεγα ότι είχα πάντα την αρνητική προδιάθεση που έχω τώρα απέναντί τους, άλλωστε η μετάβαση σε γραφικό περιβάλλον τα πρώτα χρόνια ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή. Αν κάτι μπορώ να αναγνωρίσω στη Microsoft, είναι ότι εκμεταλλευόμενη σωστά τις ιδέες άλλων, κατάφερε να κάνει τον υπολογιστή προσιτό σε πολύ κόσμο.
Θα έλεγα ότι με τα windows είχα εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό, και ήμουν ικανός να κάνω τα πάντα ή εν πάσει περιπτώσει όσα η λογική του συγκεκριμένου λειτουργικού σου επιτρέπει.
Η εποχή της αθωότητας όμως πέρασε γρήγορα και σύντομα μπήκε στη σχέση μας η ανάγκη χρήσης antivirus, firewall, antispyware και διάφορων άλλων anti_xxx.
Επιπλέον κάθε format (διότι windows χωρίς τακτικό format σήμαινε ένα σύστημα που μετά από λίγο καιρό σερνόταν) συνοδευόταν από την ανάγκη να περνάω για ώρες drivers, να εγκαθιστώ ξανά εφαρμογές και φυσικά διαρκή αναζήτηση νέων cracks, μιας και το ευγενές σπορ της χρήσης σπασμένων εφαρμογών δεν το είχα αποφύγει.
Στην πορεία το όλο σκηνικό με είχε κουράσει αφάνταστα και έπιανα τον εαυτό μου να δυσανασχετεί στην ιδέα ότι έπρεπε να συντηρώ και να υπηρετώ τον υπολογιστή μου, αντί απλώς να τον χρησιμοποιώ.
Για το linux ήξερα κάπου από τα μέσα της δεκαετίας του 90, όμως δεν είχα αποτολμήσει να ασχοληθώ περαιτέρω, φανταζόμενος ότι ήταν κάτι τραγικά δύσκολο.
Το καλοκαίρι του 2006 η υπομονή μου είχε εξαντληθεί και αποφάσισα ότι ήταν επιτέλους καιρός να δοκιμάσω κάτι άλλο.
Άρχισα λοιπόν εκμεταλλευόμενος το καλοκαιρινό αραλίκι να διαβάζω μανιωδώς στο internet για linux.
Τα πράγματα φαίνονταν να είχαν βελτιωθεί και <<εξανθρωπισθεί>> και από τις έρευνές μου είχα καταλήξει στο debian ή στο ubuntu, το οποίο και φαινόταν αρκετά πιο εύκολο στη χρήση.
Διατηρώντας επιφυλάξεις για το αν θα τα κατάφερνα με το debian, αποφάσισα να δοκιμάσω το ubuntu.
Κατέβασα λοιπόν την τότε τρέχουσα έκδοση 6.06 και την εγκατέστησα σε ένα από τα desktops μας.
Δεν ξέρω αν ήταν η αηδία από τα windows ή όντως μου άρεσε ότι έβλεπα, αλλά όλα μου φάνηκαν ιδανικά.
Το σκατουλί χρώμα (ναι εκείνη την εποχή το ubuntu ήταν σκατουλί, αν μπω σε πιο αναλυτική περιγραφή θα αηδιάσετε) μου είχε φανεί ιδιατέρως ζεστό και φιλικό.
Τα χοντροκομμένα εικονίδια και τα μετριότατα γραφικά του μου είχαν φανεί πρωτοποριακά.
Τα αναδιπλούμενα μενού στην πάνω μπάρα με είχαν εντυπωσιάσει, ενώ όπως αντιλαμβάνεστε με την ταχύτατη απόκριση του συστήματος είχα μείνει εκστατικός.
Όλα καλά λοιπόν ;
Όχι βέβαια.
Πρώτον είχα βαρεθεί να βλέπω το βιντεάκι με τον Νέλσον Μαντέλα, διότι εικόνα και ήχο δεν είχα πουθενά αλλού.
Η ασύρματη Netgear μου δε λειτουργούσε (καλά η συγκεκριμένη δε λειτουργεί ακόμα και σήμερα παρά μόνο με ndiswrapper) και είχα αναγκαστεί να αμολύσω καλούμπα ένα τεράστιο καλώδιο δικτύου για να συνδεθώ μέσω ethernet και ο εκτυπωτής μου έστεκε περήφανος απέναντί μου, πλην όμως άπραγος.
Επιπλέον τα έγγραφά μου εμφανιζόταν με <<κουλές>> γραμματοσειρές.
Παρ' όλα αυτά, απτόητος, είχα τέτοιο ενθουσιασμό, που είχα αποφασίσει ότι θα επιλύσω τα πάντα.
Καταρχήν παρά τη μεγάλη συμπάθεια που τρέφω στον Μαντέλα αποφάσισα πως ήταν καιρός να δω και κάποιο άλλο βίντεο, έτσι λοιπόν αποφάσισα να εγκαταστήσω τον vlc, που όπως διάβαζα έπαιζε τα πάντα.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου απόπειρα να εγκαταστήσω κάποια εφαρμογή.
Όπως είπα και παραπάνω είχα μελετήσει, αλλά όχι αρκετά., με αποτέλεσμα να μην έχω ιδέα περί package manager και repositories.
Είμαι βεβαίως περήφανος που δεν έκανα την κλασσική πατάτα να προσπαθήσω να τρέξω εκτελέσιμο των windows, αλλά δεν ξέφυγα από τη λογική τους, πήγα στη σχετική σελίδα και κατέβασα το πακέτο vlc για linux, το οποίο όπως αντιλαμβάνεστε ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο tarball.
Του έκανα διπλό κλικ και αυτό καθόταν και με κοίταγε, το κοίταγα κι εγώ και η σχέση μας δεν προχωρούσε καθόλου.
Τότε μπήκα ξανά στο internet και έδωσα ένα search της μορφής <<ubuntu how to install .tar.gz>>. Eκεί βρήκα ότι έπρεπε να τρέξω sudo apt-get install build-essential για να εγκατασταθεί πρώτα το προαπαιτούμενο για μεταγλώττιση πακέτο. Πονηρεύτηκα και έτρεξα sudo apt-get install vlc για να εισπράξω μια μεγαλοπρεπή χυλόπιτα, αφού εννοείται πως δεν είχα ενεργοποιήσει τα αποθετήρια που έπρεπε.
Πίσω στη μεταγλώτισση λοιπόν και με τα πολλά (αφού δε θυμάμαι πόσες φορές έφαγα error από εξαρτήσεις που έλειπαν και κάθε φορά έψαχνα να βρω πως να τις περάσω) τελείωσε το τερματικό και λογικώς είχα πλέον vlc.
Αμ δε ! Στις εφαρμογές πουθενά δε φαινόταν vlc. Ξανά ψάξιμο και με τα πολλά τρέχω στο τερματικό vlc και επιτέλους εμφανίστηκε μπροστά μου.
Όλο χαρά πάω να ανοίξω ένα .avi, αλλά που τέτοια τύχη, πάλι μούγκα και μαυρίλα, μόνο ο Μαντέλα έπαιζε κανονικά. Είχα βεβαίως κάνει ένα βήμα παραπάνω, αφού πλέον εκτός από τον Totem μπορούσα να βλέπω τον Μαντέλα και στον vlc.
Πάλι ψάξιμο, όπου διαπίστωσα ότι έλειπαν οι απαιτούμενοι codecs, αλλά αυτή τη φορά στάθηκα πιο τυχερός, διότι πλέον έπεσα σε οδηγίες που μιλούσαν για synaptic και repositories και πλέον κατάλαβα πως ακριβώς γινόταν η όλη διαδικασία εγκατάστασης λογισμικού μέσω package manager και repositories.
Θεωρώ ότι αυτή ήταν και η πιο σημαντική στιγμή στην ενασχόλησή μου με το linux, διότι από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν παιχνιδάκι.
Συντόμως λοιπόν ήμουν σε θέση να βλέπω .avi και dvd, να ακούω mp3 και κυρίως να μην βλέπω τον Μαντέλα.
Τις γραμματοσειρές που ήθελα νομίζω ότι δεν είχα μπορέσει να τις κατεβάσω, αλλά είχα βρει πως να τις πάρω από μια εγκατάσταση windows και να τις περάσω στο σύστημα.
Ο εκτυπωτής ομοίως δούλεψε μέσω drivers από το synaptic, ενώ η καταραμένη ασύρματη κάρτα μέσω του (καταραμένου) ndiswrapper.
Ήμουν πλέον πανέτοιμος και πανευτυχής, είχα linux και δούλευαν τα πάντα !
Τολμώ να πω ότι είχα νοιώσει μεγάλη υπερηφάνεια και μάλλον ολίγον τι χάκερ.
Θα μπορούσα βεβαίως να τα έχω παρατήσει, αλλά είχα τέτοια μανία να ξεφύγω από τα windows, που αυτό το ενδεχόμενο δεν έπαιζε, θα το έκανα να δουλέψει με το ζόρι.
Κάπου εκεί σταμάτησε και η σχέση μου με τα windows, παρότι για κάποιο διάστημα για λόγους ανασφάλειας διατηρούσα dual boot συστήματα, τα οποία όμως δε μου χρειάστηκαν ποτέ.
Από τότε βέβαια άλλαξαν πολλά.
Κάθε νέα έκδοση ήταν και πιο βελτιωμένη (νομίζω ότι η 8.04 σηματοδότησε μια νέα εποχή) ενώ η τρέχουσα σε σχέση με την 6.06 φαντάζει διαστημική (κάτι που δε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς σε σχέση με τα windows του 2011 και του 2006).
Κατά καιρούς δοκίμασα διάφορες διανομές, αλλά πάντα βασικώς χρησιμοποιώ το ubuntu (και συχνά-πυκνά debian unstable).
Νομίζω όμως ότι το αίσθημα ελευθερίας και ικανοποίησης που είχα νοιώσει τότε με την 6.06 δε θα το νοιώσω ποτέ ξανά.
Ξεκινάω λοιπόν εγώ και όποιος θέλει ας συνεισφέρει...
Η πρώτη μου επαφή με υπολογιστές ήταν με ένα πρόγραμμα γραμμένο για dos, το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός τουριστικού γραφείου.
Θυμάμαι ότι κάπου είχα γραμμένες τις εντολές για την εκκίνηση και τον τερματισμό της εφαρμογής, καθώς και κάποιες άλλες, απαραίτητες για τη χρήση του υπολογιστή. Μιλάμε για μια εποχή με πράσινο monitor και άσπρα γράμματα, τεράστιες μαλακές δισκέτες και άλλα γραφικά πράγματα.
Στη συνέχεια για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσα windows, ήδη από την εποχή των 3.11, περνώντας διαδοχικά από τις διάφορες εκδόσεις τους.
Δε θα έλεγα ότι είχα πάντα την αρνητική προδιάθεση που έχω τώρα απέναντί τους, άλλωστε η μετάβαση σε γραφικό περιβάλλον τα πρώτα χρόνια ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή. Αν κάτι μπορώ να αναγνωρίσω στη Microsoft, είναι ότι εκμεταλλευόμενη σωστά τις ιδέες άλλων, κατάφερε να κάνει τον υπολογιστή προσιτό σε πολύ κόσμο.
Θα έλεγα ότι με τα windows είχα εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό, και ήμουν ικανός να κάνω τα πάντα ή εν πάσει περιπτώσει όσα η λογική του συγκεκριμένου λειτουργικού σου επιτρέπει.
Η εποχή της αθωότητας όμως πέρασε γρήγορα και σύντομα μπήκε στη σχέση μας η ανάγκη χρήσης antivirus, firewall, antispyware και διάφορων άλλων anti_xxx.
Επιπλέον κάθε format (διότι windows χωρίς τακτικό format σήμαινε ένα σύστημα που μετά από λίγο καιρό σερνόταν) συνοδευόταν από την ανάγκη να περνάω για ώρες drivers, να εγκαθιστώ ξανά εφαρμογές και φυσικά διαρκή αναζήτηση νέων cracks, μιας και το ευγενές σπορ της χρήσης σπασμένων εφαρμογών δεν το είχα αποφύγει.
Στην πορεία το όλο σκηνικό με είχε κουράσει αφάνταστα και έπιανα τον εαυτό μου να δυσανασχετεί στην ιδέα ότι έπρεπε να συντηρώ και να υπηρετώ τον υπολογιστή μου, αντί απλώς να τον χρησιμοποιώ.
Για το linux ήξερα κάπου από τα μέσα της δεκαετίας του 90, όμως δεν είχα αποτολμήσει να ασχοληθώ περαιτέρω, φανταζόμενος ότι ήταν κάτι τραγικά δύσκολο.
Το καλοκαίρι του 2006 η υπομονή μου είχε εξαντληθεί και αποφάσισα ότι ήταν επιτέλους καιρός να δοκιμάσω κάτι άλλο.
Άρχισα λοιπόν εκμεταλλευόμενος το καλοκαιρινό αραλίκι να διαβάζω μανιωδώς στο internet για linux.
Τα πράγματα φαίνονταν να είχαν βελτιωθεί και <<εξανθρωπισθεί>> και από τις έρευνές μου είχα καταλήξει στο debian ή στο ubuntu, το οποίο και φαινόταν αρκετά πιο εύκολο στη χρήση.
Διατηρώντας επιφυλάξεις για το αν θα τα κατάφερνα με το debian, αποφάσισα να δοκιμάσω το ubuntu.
Κατέβασα λοιπόν την τότε τρέχουσα έκδοση 6.06 και την εγκατέστησα σε ένα από τα desktops μας.
Δεν ξέρω αν ήταν η αηδία από τα windows ή όντως μου άρεσε ότι έβλεπα, αλλά όλα μου φάνηκαν ιδανικά.
Το σκατουλί χρώμα (ναι εκείνη την εποχή το ubuntu ήταν σκατουλί, αν μπω σε πιο αναλυτική περιγραφή θα αηδιάσετε) μου είχε φανεί ιδιατέρως ζεστό και φιλικό.
Τα χοντροκομμένα εικονίδια και τα μετριότατα γραφικά του μου είχαν φανεί πρωτοποριακά.
Τα αναδιπλούμενα μενού στην πάνω μπάρα με είχαν εντυπωσιάσει, ενώ όπως αντιλαμβάνεστε με την ταχύτατη απόκριση του συστήματος είχα μείνει εκστατικός.
Όλα καλά λοιπόν ;
Όχι βέβαια.
Πρώτον είχα βαρεθεί να βλέπω το βιντεάκι με τον Νέλσον Μαντέλα, διότι εικόνα και ήχο δεν είχα πουθενά αλλού.
Η ασύρματη Netgear μου δε λειτουργούσε (καλά η συγκεκριμένη δε λειτουργεί ακόμα και σήμερα παρά μόνο με ndiswrapper) και είχα αναγκαστεί να αμολύσω καλούμπα ένα τεράστιο καλώδιο δικτύου για να συνδεθώ μέσω ethernet και ο εκτυπωτής μου έστεκε περήφανος απέναντί μου, πλην όμως άπραγος.
Επιπλέον τα έγγραφά μου εμφανιζόταν με <<κουλές>> γραμματοσειρές.
Παρ' όλα αυτά, απτόητος, είχα τέτοιο ενθουσιασμό, που είχα αποφασίσει ότι θα επιλύσω τα πάντα.
Καταρχήν παρά τη μεγάλη συμπάθεια που τρέφω στον Μαντέλα αποφάσισα πως ήταν καιρός να δω και κάποιο άλλο βίντεο, έτσι λοιπόν αποφάσισα να εγκαταστήσω τον vlc, που όπως διάβαζα έπαιζε τα πάντα.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου απόπειρα να εγκαταστήσω κάποια εφαρμογή.
Όπως είπα και παραπάνω είχα μελετήσει, αλλά όχι αρκετά., με αποτέλεσμα να μην έχω ιδέα περί package manager και repositories.
Είμαι βεβαίως περήφανος που δεν έκανα την κλασσική πατάτα να προσπαθήσω να τρέξω εκτελέσιμο των windows, αλλά δεν ξέφυγα από τη λογική τους, πήγα στη σχετική σελίδα και κατέβασα το πακέτο vlc για linux, το οποίο όπως αντιλαμβάνεστε ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο tarball.
Του έκανα διπλό κλικ και αυτό καθόταν και με κοίταγε, το κοίταγα κι εγώ και η σχέση μας δεν προχωρούσε καθόλου.
Τότε μπήκα ξανά στο internet και έδωσα ένα search της μορφής <<ubuntu how to install .tar.gz>>. Eκεί βρήκα ότι έπρεπε να τρέξω sudo apt-get install build-essential για να εγκατασταθεί πρώτα το προαπαιτούμενο για μεταγλώττιση πακέτο. Πονηρεύτηκα και έτρεξα sudo apt-get install vlc για να εισπράξω μια μεγαλοπρεπή χυλόπιτα, αφού εννοείται πως δεν είχα ενεργοποιήσει τα αποθετήρια που έπρεπε.
Πίσω στη μεταγλώτισση λοιπόν και με τα πολλά (αφού δε θυμάμαι πόσες φορές έφαγα error από εξαρτήσεις που έλειπαν και κάθε φορά έψαχνα να βρω πως να τις περάσω) τελείωσε το τερματικό και λογικώς είχα πλέον vlc.
Αμ δε ! Στις εφαρμογές πουθενά δε φαινόταν vlc. Ξανά ψάξιμο και με τα πολλά τρέχω στο τερματικό vlc και επιτέλους εμφανίστηκε μπροστά μου.
Όλο χαρά πάω να ανοίξω ένα .avi, αλλά που τέτοια τύχη, πάλι μούγκα και μαυρίλα, μόνο ο Μαντέλα έπαιζε κανονικά. Είχα βεβαίως κάνει ένα βήμα παραπάνω, αφού πλέον εκτός από τον Totem μπορούσα να βλέπω τον Μαντέλα και στον vlc.
Πάλι ψάξιμο, όπου διαπίστωσα ότι έλειπαν οι απαιτούμενοι codecs, αλλά αυτή τη φορά στάθηκα πιο τυχερός, διότι πλέον έπεσα σε οδηγίες που μιλούσαν για synaptic και repositories και πλέον κατάλαβα πως ακριβώς γινόταν η όλη διαδικασία εγκατάστασης λογισμικού μέσω package manager και repositories.
Θεωρώ ότι αυτή ήταν και η πιο σημαντική στιγμή στην ενασχόλησή μου με το linux, διότι από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν παιχνιδάκι.
Συντόμως λοιπόν ήμουν σε θέση να βλέπω .avi και dvd, να ακούω mp3 και κυρίως να μην βλέπω τον Μαντέλα.
Τις γραμματοσειρές που ήθελα νομίζω ότι δεν είχα μπορέσει να τις κατεβάσω, αλλά είχα βρει πως να τις πάρω από μια εγκατάσταση windows και να τις περάσω στο σύστημα.
Ο εκτυπωτής ομοίως δούλεψε μέσω drivers από το synaptic, ενώ η καταραμένη ασύρματη κάρτα μέσω του (καταραμένου) ndiswrapper.
Ήμουν πλέον πανέτοιμος και πανευτυχής, είχα linux και δούλευαν τα πάντα !
Τολμώ να πω ότι είχα νοιώσει μεγάλη υπερηφάνεια και μάλλον ολίγον τι χάκερ.
Θα μπορούσα βεβαίως να τα έχω παρατήσει, αλλά είχα τέτοια μανία να ξεφύγω από τα windows, που αυτό το ενδεχόμενο δεν έπαιζε, θα το έκανα να δουλέψει με το ζόρι.
Κάπου εκεί σταμάτησε και η σχέση μου με τα windows, παρότι για κάποιο διάστημα για λόγους ανασφάλειας διατηρούσα dual boot συστήματα, τα οποία όμως δε μου χρειάστηκαν ποτέ.
Από τότε βέβαια άλλαξαν πολλά.
Κάθε νέα έκδοση ήταν και πιο βελτιωμένη (νομίζω ότι η 8.04 σηματοδότησε μια νέα εποχή) ενώ η τρέχουσα σε σχέση με την 6.06 φαντάζει διαστημική (κάτι που δε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς σε σχέση με τα windows του 2011 και του 2006).
Κατά καιρούς δοκίμασα διάφορες διανομές, αλλά πάντα βασικώς χρησιμοποιώ το ubuntu (και συχνά-πυκνά debian unstable).
Νομίζω όμως ότι το αίσθημα ελευθερίας και ικανοποίησης που είχα νοιώσει τότε με την 6.06 δε θα το νοιώσω ποτέ ξανά.