Ένα κοάλα καθόταν σε ένα δένδρο και κάπνιζε «μπάφο», όταν μία σαυρίτσα πέρασε από κάτω, κοίταξε ψηλά και είπε:
«Έι κοάλα, τι κάνεις;»
Το κοάλα είπε: «Καπνίζω ένα μπάφο, ανέβα να κάνεις και συ»
Και έτσι η σαυρίτσα σκαρφάλωσε και κάθισε δίπλα στο κοάλα και κάπνισαν μερικούς μπάφους. Μετά από λίγο η σαυρίτσα είπε ότι το στόμα της ξεράθηκε και θα πάει να πιει νερό από το ποτάμι.
Η σαυρίτσα ήταν τόσο μαστουρωμένη που έγειρε και έπεσε στο ποτάμι.
Ένας κροκόδειλος την είδε και κολύμπησε δίπλα της και την βοήθησε να βγει από το νερό. Τότε ρώτησε τη σαυρίτσα: «Τι σου συμβαίνει;»
Η σαυρίτσα εξήγησε στον κροκόδειλο ότι καθόταν με το κοάλα πάνω στο δέντρο, κάπνισαν ένα μπάφο και μαστούρωσε τόσο πολύ που έπεσε μέσα στο ποτάμι καθώς έπινε νερό.
Ο κροκόδειλος είπε ότι θα πάει να δει κι αυτός. και πήγε μέσα στο δάσος, βρήκε το δέντρο που καθόταν το κοάλα που κάπνιζε τον μπάφο. Ο κροκόδειλος κοίταξε ψηλά και είπε:
«Εΐ, εσύ!»
Και το κοάλα κοίταξε κάτω και είπε:
«Ουαααου ρε.»
Πόσο νερό ήπιες;!»