sokoban4ever έγραψε:@vasilisnikonΓιατί τέτοια εμμονή με τα RAW δεν υπάρχουν άλλα lossless formats να τα μετατρέψεις ( εκτός και αν δεν σου ανοίγει το συγκεριμένο RAW της κάμερας σου με άλλο πέρα από το lightroom )
Οι λόγοι είναι παρακάτω και στους κάνω copy paste από προσωπικό εγχειρίδιο που έχω φτιάξει στο ίντερνετ για τις ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ διαφορές μεταξύ jpeg και Raw
RAW vs JPG
Εφ' όσον διαβάσατε τα παραπάνω και κατανοήσατε τι θα πει ποιότητα στην φωτογραφία συμπερασματικά ποια θα πω απλά τι είναι το RAW και γιατί διαφέρει από το αγαπημένο σε όλους σας JPG.
Ένα Raw αρχείο:
Δεν είναι εικόνα (χρειάζεται ειδικό software για να το δούμε)
Δεν παράγεται από καμία μηχανή. Όλες οι μηχανές έχουν όλες δικές τους καταλήξεις πχ:
NEF για τις NIKON, CRW για τις CANON ORF για τις OLYMPUS, MRW για τις MINOLTA κλπ.
Είναι ασυμπίεστο (μια μηχανή 10 Mp παράγει αρχείο 10 Mb) κ.ο.κ
Είναι η πλήρης (χωρίς απώλεια) πληροφορία από τον αισθητήρα της μηχανής
Είναι μεγαλύτερο σε δυναμική περιοχή (ικανότητα απεικόνισης στα σκιερά και τα φωτεινά)
Έχει χαμηλότερο κοντράστ (δείχνει επίπεδο και ξεπλυμένο)
Δεν έχει και τόση πολύ οξύτητα
Δεν είναι κατάλληλο για απ’ ευθείας εκτύπωση από τη μηχανή χωρίς να προηγηθεί επεξεργασία
Είναι μόνο για ανάγνωση, οι όποιες επεμβάσεις που του κάνουμε (όλες οι αλλαγές σώζονται σε ένα παράπλευρο αρχείο XMP ή σε ένα JPEG ή άλλο φορμά εικόνας)
Γίνεται μερικές φορές δεκτό σε ένα δικαστήριο ως στοιχεία (σε αντίθεση με ένα μεταβλητό φορμά εικόνας).
Είναι σε αναμονή για να υποβληθεί σε επεξεργασία στον υπολογιστή σας.
Αντιθέτως ένα JPEG …
είναι ένα τυποποιημένο φορμά, αναγνώσιμο από οποιοδήποτε πρόγραμμα εικόνας στην την αγορά
είναι συμπιεσμένο
είναι σχετικά μικρό σε μέγεθος αρχείο (μια φωτογραφική μηχανή 8 megapixel θα
παραγάγει JPEG μεταξύ 1 και 3 ΜΒ)
είναι χαμηλότερο σε δυναμική περιοχή
έχει υψηλότερο σε κοντράστ
έχει μεγαλύτερη οξύτητα
είναι άμεσα εκτυπώσιμο, έτοιμο για αποστολή στο internet
έχει απώλειες κάθε φορά που το ανοίγουμε για να το διορθώσουμε (ακόμα και για να το περιστρέψουμε απλά)
είναι ήδη επεξεργασμένο από τη φωτογραφική μας μηχανή.
Οι διαφορές αυτές μας οδηγούν σιωπηρά σε καταστάσεις όπου είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε είτε το ένα ή το άλλο. Για παράδειγμα αν δεν έχουμε αρκετό χώρο αποθήκευσης το να τραβήξουμε σε jpeg θα μας επιτρέψει διπλάσιο ή και τριπλάσιο αριθμό φωτογραφιών απ’ ότι το raw.
Απ’ την άλλη αν στόχος μας είναι η απόλυτη ποιότητα, δεν έχουμε πρόβλημα χώρου στις κάρτες μας, αν δε είμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε άμεσα τις φωτογραφίες μας και ο υπολογιστής μας έχει αρκετά μεγάλη υπολογιστική ισχύ, τότε το τράβηγμα σε raw είναι μονόδρομος.
Για να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τα πλεονεκτήματα του φορμά αυτού θα πρέπει να διαθέτουμε και το αντίστοιχο software με το οποίο θα επεξεργαστούμε τα αρχεία μας και στη συνέχεια θα τα μετατρέψουμε σε αρχεία εικόνας (jpeg ή tiff). Το καλύτερο πρόγραμμα για αυτήν ακριβώς την δουλειά είναι το adobe lightroom.
Πιο συγκεκριμένα, ας δούμε τι κάνει το raw να υπερέχει:
Όταν τραβάμε σε raw οι μι-όνες ρυθμίσεις που παραμένουν σταθερές είναι:
Το διάφραγμα,
η ταχύτητα και
η ευαισθησία (iso).
Από την άλλη, κατά την επεξεργασία στον υπολογιστή μας μπορούμε να αλλάξουμε:
white balance
έκθεση (-2 έως +2 stop)
οξύτητα
κοντράστ
κορεσμό
τονικότητα
color space (sRGB ή Adobe RGB)
βάθος χρώματος (8 ή 16 bit κατά την έξοδό μας σε tiff).
Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους δουλεύοντας τις φωτογραφίες μας με αυτόν τον τρόπο, εφόσον βέβαια δεν έχουμε κάνει μεγάλα λάθη στη φωτομέτρηση, πράγμα όμως που στην ψηφιακή φωτογραφία φαίνεται από τη στιγμή κιόλας που θα τραβήξουμε τη φωτογραφία μας.
Αυτό είναι βέβαια κάτι που απαιτεί εκμάθηση του προγράμματος στο οποίο θα κάνουμε την επεξεργασία και μπορεί να χρειαστεί αρκετός χρόνος μέχρι να αποκτήσουμε την εμπειρία που θα μας επιτρέψει να τραβάμε καθημερινά σε raw.
Όταν τραβάμε σε Jpeg ένας raw converter (μετατροπέας) ενσωματωμένος μέσα στη μηχανή αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας όλες τις λειτουργίες που απαριθμήσαμε νωρίτερα και να μετατρέψει την πληροφορία του αισθητήρα σε μια έγχρωμη εικόνα και στη συνέχεια να την συμπιέσει χρησιμοποιώντας συμπίεση τύπου jpeg. Όλες οι dSLR μας επιτρέπουν να ορίσουμε εξ’ αρχής παραμέτρους για αυτή τη μετατροπή. Επιλογή sRGB ή Adobe RGB για το χώρο χρώματος, μια τιμή για την οξύτητα, και πιθανώς κάποια κούρβα (cuvres) όσον αφορά στους τόνους και στο κοντράστ. Και επειδή δεν είναι δυνατό να αλλάζουμε τις ρυθμίσεις αυτές στην κάθε μια φωτογραφία που θα τραβάμε τις κρατάμε κλειδωμένες για όλες έχοντας με λίγα λόγια πει στη μηχανή μας πώς θα μεταφράζει αυτό που εμείς τραβάμε.
Παρ’ όλο που το Jpeg μπορεί και αυτό να διορθωθεί μετά το τράβηγμα, μεγάλες μετακινήσεις στους τόνους και στο χρώμα, τείνουν να μεγιστοποιούν τα 8x8 τετράγωνα που απαρτίζουν το θεμέλιο της Jpeg συμπίεσης, και ενώ παίρνουμε ένα καλό αποτέλεσμα στα δεδομένα της φωτεινότητας, τα χρωματικά δεδομένα είναι που δέχονται την πιο βαριά συμπίεση, με αποτέλεσμα οι τόνοι του δέρματος και οι ενδιάμεσοι τόνοι στα σκιερά να αλλοιώνονται.
Ο Φωτογράφος που θέλει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην ποιότητα της τελικής φωτογραφίας προτιμά να φωτογραφίζει σε RAW format προκειμένου να λάβει ακριβώς αυτό που βγάζει ο φακός, χωρίς επιπλέον παρεμβάσεις από το εσωτερικό σύστημα επεξεργασίας.