Της προάλλες πήγα να πάρω κάποια χρήματα από έναν πελάτη για να πληρώσω κάποια οφειλή του στο δημόσιο. Ένα καλό ανθρωπάκι που παλεύει για το μεροκάματο, χωμένος μέσα στις κατσαρόλες, έχει πατσατζίδικο, με τους ατμούς να έχουν θολώσει την κουζίνα. Μου έδωσε τα χρήματα και μου λέει "ξέρεις Αντώνη τι τράβηξα να τα μαζέψω;" και μου τα μέτρησε ένα ένα τα χαρτονομίσματα. Στεναχωρήθηκα και αφού τα έβαλα σ' έναν φάκελο έκανα να φύγω. Εκεί που πήγαινα να ανέβω στο μηχανάκι ακούω μια φωνή να μου λέει "τι έχεις και είσαι έτσι, με τα μούτρα κατεβασμένα", ήταν μια κυρία ίσα με 60 χρονών που καθόταν στο μοναδικό τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο παρόλο το κρύο και έπινε το τσιπουράκι της και τσιμπούσε τον μεζέ της. "Δεν βλέπεις την κατάσταση, που έχουμε φτάσει" της λέω και μου απαντάει....
"Ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις για κάθε μαύρη νύχτα ένας γέρος ήλιος ανατέλλει το πρωί".
δεν ξέρω γιατί αλλά μου έδωσε κουράγιο
